Συνέντευξη : Θοδωρής Σκριβάνος.
Ένα ιερό τέρας της φωτογραφίας αποκαλύπτεται. Ο Μπρούς Ντέιβιντσον, ο άνθρωπος που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την Αμερική, μας μιλάει τώρα για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να βλέπουμε τη φύση από το λαβυρινθώδες διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη.
Παραδόξως ο Μπρόυς Ντέιβιντσον δεν φωτογραφίζει κάθε μέρα, όπως θα ανέμενε κανείς από έναν από τους σπουδαιότερους φωτογράφους του 20ού αιώνα, αλλά σποραδικά. «Σαν αρπακτικό, σαν ένα λιοντάρι, κρατάω τις δυνάμεις μου και βγαίνω έξω τη νύχτα» λέει ο ίδιος. Ο Ντέιβιντσον καραδοκεί για να συλλάβει "την ιδανική εικόνα", αυτό το αέναο καθοριστικό συναίσθημα που αδημονεί να καταγράψει σε ασπρόμαυρο φιλμ. Ήδη από τα πρώτα του φωτογραφικά βήματα αναζητεί και εισβάλλει σε «κλειστούς κόσμους» : περιφερόμενα τσίρκα, συμμορίες του Μπρούκλιν, κατοικίες του Ανατολικού Χάρλεμ, εβραϊκές καφετέριες, το κίνημα των μαύρων ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις και ο υπόγειος σιδηρόδρομος της Νέας Υόρκης υπήρξαν αγαπημένα πεδία του. Πενήντα χρόνια λυρικά στιγμιότυπα. Ο Ντέιβιντσον παρήγαγε ένα από τα πιο στιβαρά καλλιτεχνικά έργα. «Πλέον, η ζωή μου υπαγορεύεται σχεδόν αποκλειστικά από τη διαχείριση του φωτογραφικού αρχείου μου» εξηγεί. Έναν θησαυρό πάνω από τον οποίο ο ίδιος και η βοηθός του, η Αμάνα Λακχάνεϊ, ξοδεύουν ώρες για να οργανώσουν και να διασώσουν τα κοσμήματα του.
Την ίδια στιγμή έρχεται και η δικαίωση. Στην ηλικία των 76 ετών, ο Ντέιβιντσον είδε δύο εκθέσεις του που έτρεχαν παράλληλα στη Νέα Υόρκη ως τις αρχές Ιανουαρίου, ενώ μια νέα, τρίτομη ανασκόπηση του πενηντάχρονου έργου του αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Φεβρουάριο του2010 από τον φημισμένο γερμανικό οίκο Steidl.
Ακούραστος, μέλος του περίβλεπτου πρακτορείου Magnum εδώ και μισό αιώνα, από το 1959, αρνείται να αφήσει κάτω «το αγαπημένο του παιχνίδι», όπως αποκαλεί τη φωτογραφική μηχανή του. Ο Ντέιβιντσον μόλις επέστρεψε στο δαιδαλώδες διαμέρισμά του στο Άπερ Γουέστ Σάιντ του Μανχάταν. Εκεί τον συναντήσαμε τέλος Οκτωβρίου, αφού είχε ολοκληρώσει ένα ακόμη φωτογραφικό σαφάρι στην Καλιφόρνια, όπου φωτογραφίζει τα τελευταία χρόνια τη βλάστηση του Λος Άντζελες.
Η διαδικασία της φωτογράφισης ολοκληρώνεται με την εμφάνιση των αρνητικών και το τύπωμα των φωτογραφιών, τα οποία γίνονται πάντα στον ίδιο χώρο τα τελευταία 40 χρόνια : στον σκοτεινό θάλαμο που διατηρεί δίπλα από την κουζίνα του σπιτιού του. Εκεί όπου τα τελευταία χρόνια, υπο τη θαλπωρή της κόκκινης λάμπας, τύπωσε 800 φωτογραφίες, οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο εύρος του έργου, συμπεριλαμβανομένου και πλήθους αδημοσίευτων, για τις ανάγκες της αναμενόμενης τρίτομης έκδοσης. «Απολαμβάνω τον χρόνο μου στον σκοτεινό θάλαμο και τον επισκέπτομαι τακτικά. Όταν δουλεύω μέσα σε αυτήν δεν έχω καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Τυπώνω αδιάκοπα για δύο-τρείς ημέρες, ειδικά τον χειμώνα που αποφεύγω να βγαίνω έξω λόγω κρύου. Για τις ανάγκες του βιβλίου τύπωνα μήνες ακούγοντας Μαρία Κάλλας». Προφανώς, αυτή η φαινομενικά επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία τον ευχαριστεί. «Η δουλειά μπορεί να απαλύνει κάθε συναισθηματικό πόνο, ειδικά η φωτογραφία, λόγω της χειρονακτικής φύσης της : η επιλογή της κατάλληλης φωτογραφίας από το κοντάκτ, ο πειραματισμός για το ικανοποιητικότερο τύπωμα, η επιλογή του χαρτιού, όλα αυτά δρουν θεραπευτικά».
Τα τελευταία 15 χρόνια ο Ντέιβιντσον έχει στρέψει τον φακό του στον φυσικό κόσμο. « Όταν άρχισα να φωτογραφίζω εντατικά το Σέντραλ Πάρκ το 1995, ανακάλυψα ότι με ενδιέφερε πλέον περισσότερο η φύση παρά οι άνθρωποι. Ένιωσα ότι οι άνθρωποι είναι μια προέκταση των ριζών των δέντρων, ότι και αυτοί δεν είναι παρά υδρογονάνθρακες και ενέργεια, και έτσι προέκυψε η σειρά «Η φύση του Σέντραλ Πάρκ». Ωστόσο δεν διακρίνει κάποια αξιοσημείωτη διαφορά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει φωτογραφικά το νέο θέμα του. « Η μοναδική διαφορά είναι ότι η φύση δεν απαιτεί άδεια από τον φωτογραφιζόμενο».
Ο ίδιος ζητεί την άδεια προτού φωτογραφίσει κάποιον. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, όταν εργαζόταν πάνω στη σειρά φωτογραφιών «Subway», αν κάποιος φαινόταν διστακτικός, του έδειχνε ένα μικρό άλμπουμ με τις φωτογραφίες του. Αν δεχόταν, του ζητούσε να επιστρέψει στην αρχική διάθεση που βρισκόταν και τον φωτογράφιζε.
Ο Ντέιβιντσον δεν επιδιώκει απαραίτητα το δέσιμο ή την επικοινωνία με τον κόσμο που φωτογραφίζει. «Είμαι πάντα ένας παρείσακτος που προσπαθεί να μπει στον εσωτερικό κόσμο του άλλου» εξηγεί και συμπληρώνει: «Προσπαθώ να βρω την αλήθεια στις καταστάσεις, κάποια γνώση που δεν γνώριζα». Για παράδειγμα, ο Ντέιβιντσον θυμάται, την πρώτη ημέρα που φωτογράφισε το 1966 το γκέτο του Ανατολικού Χάρλεμ, μια μαύρη γυναίκα να τον πλησιάζει και να τον ρωτάει τι έκανε εκεί με τη φωτογραφική μηχανή του. Ο Ντέιβιντσον της απαντάει ότι φωτογραφίζει το γκέτο, αλλά αυτή τον αφοπλίζει : «γλυκέ μου αυτό που εσύ αποκαλείς γκέτο, εγώ το αποκαλώ σπίτι μου». «Αντιλήφθηκα ότι όσο φτωχοί και αν είναι, δεν βλέπουν τον εαυτό τους έτσι».
Ο Ντέιβιντσον σηκώνει τη μηχανή από την τρυφερή ηλικία των δέκα ετών. Αδειάζει μια ντουλάπα της μητέρας του και τη μετατρέπει σε σκοτεινό θάλαμο και αναρτά πάνω της μια πινακίδα «Bruce’s Photoshop». Και δεν σταματά να φωτογραφίζει, «αναζητώντας την αλήθεια. Όπου και αν βρεθώ υπάρχει κάτι που με ελκύει».
Το καλοκαίρι του 1959 άρχισε να φωτογραφίζει μια συμμορία του Μπρούκλιν, ρους «Τζόκερς». Ο φωτογράφος δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από τους νεαρούς που υποδύονταν τους «μεγαλύτερους», «ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι, αυτοί 15-16 και εγώ 25 χρονών. Μπορούσα να κατανοήσω τον συναισθηματικό κόσμο τους. Νέος ένιωθα συχνά απομονωμένος, μελαγχολικός ή γεμάτος θυμό. Κατανοούσα και συμμεριζόμουν την περιθωριοποιημένη νεολαία της εποχής του». Παρ’ όλο που σύχναζε μαζί τους ως παρατηρητής, δεν έγινε ποτέ φίλος τους. «Τους εξήγησα ότι ως φωτογράφος θα τους παρατηρώ από μακριά και τους προειδοποίησα ότι αν μπλέκονταν σε κάποιον πόλεμο συμμοριών θα τηλεφωνούσα στην πυροσβεστική, γιατί έρχεται πιο γρήγορα από την αστυνομία και τρομοκρατεί στο διάβα της».
«Μου αρέσει να βρίσκομαι ανάμεσα σε κόσμους» δηλώνει ο Ντέβιντσον. Ο νάνος είναι ένας κόσμος, το κίνημα, η συμμορία και το Ανατολικό Χάρλεμ, το ίδιο. Παραδέχεται ότι για τον ίδιο λόγο τον γοητεύει ο κόσμος της βλάστησης σήμερα. «Επειδή είναι κρίσιμη για την επιβίωση του ανθρώπου και δεν μπορώ να πάω στη ζούγκλα για να φωτογραφίσω ένα δέντρο, μπορώ να φωτογραφίσω έναν φοίνικα στο Λος Αντζελες. Θεωρούμε κάποια πράγματα δεδομένα, στο Λος Αντζελες είναι όλοι απασχολημένοι οδηγώντας τα αυτοκίνητά τους, που ξεχνούν ότι τα δέντρα είναι εκπληκτικά ή ότι ή έρημος φτάνει ως τις παρυφές της πόλης». Με την βοηθό του έχουν ανέβει στα βουνά για να παρατηρήσουν την πόλη από ψηλά. Εκεί πρόσεξαν έκπληκτοι μια πινακίδα που έγραφε : «Προσοχή στα φίδια, στα κογιότ και περιστασιακά στα πούμα». «Όλα αυτά με ενδιαφέρουν» δηλώνει.
Ομολογεί ότι δεν μπορεί να γνωρίζει αν κάποιο έργο του έχει αντίκτυπο στη ζωή των άλλων. «Δεν ξέρω αν οι φωτογραφίες έχουν σώσει ζωές, αλλά είναι εκεί έξω. Μόλις εκτεθούν, είναι σίγουρα εκεί». Όταν φωτογράφιζε στο γκέτο στους 100 Δρόμους είχε έναν βοηθό με μαύρη ζώνη στο καράτε, τον Τόνι, που τον πρόσεχε. « Μια μέρα ήθελε να φωτογραφίσει τα κορίτσια της γειτονιάς και αγόρασε μια κάμερα ακριβώς σαν την δική μου. Δεν ξέρω που βρήκε τα λεφτά» διηγείται ο Ντέιβιντσον. «Τελικά κατέληξε στη Φλόριδα, όπου τραβούσε υποβρύχιες φωτογραφίες καταδύσεων. Δεν ξέρεις πως μια μηχανή ή η παρουσία σου μπορεί να επηρεάσει τον άλλον».
Ίσως η μεγαλύτερη δοκιμασία (και αρετή, αν την έχει κατακτήσει) για έναν καλλιτέχνη είναι το πώς μαθαίνει να είναι κριτής του εαυτού του. Στην περίπτωση ενός φωτογράφου είναι η επιλογή της φωτογραφίας από το κοντάκτ, και έπειτα από έναν τεράστιο όγκο δουλειάς. «Σχεδόν σε επιλέγουν αυτές». Την παρομοιάζει με μια παρτιτούρα. «Διακρίνεις πού είναι η κορύφωση, τότε που όλα λειτουργούν, η στιγμή. Αλλά δεν “πυροβολώ” ακατάπαυστα. Έχω έναν συγκεκριμένο ρυθμό και συχνά υπάρχουν περιστάσεις που πρέπει να είμαι άμεσος».
Αν και φωτογράφος του Magnum, δεν ασπάζεται την «αποφασιστική στιγμή» του Καρτιέ-Μπρεσόν, το τροπάρι των περισσότερων φωτογράφων. «Πιστεύω στην διστακτική στιγμή» αστειεύεται. «Σίγουρα υπάρχει μια καθοριστική στιγμή, αλλά και ένα “αποφασιστικό συναίσθημα”, αυτό προσπαθώ να συλλάβω». Ενώ επισημαίνει ότι οι φωτογράφοι πρέπει να έχουν υπομονή. «Όταν δούλευα στο Σέντραλ Πάρκ, έβλεπα έναν όμορφο σχηματισμό βράχων και ευχόμουν να καθόταν ένα ζευγάρι μπροστά του. Περίμενα εκεί για κάποιες ώρες, ώσπου αυτό που ήλπιζα συνέβη. Ένα ζευγάρι κοντοστάθηκε ακριβώς μπροστά».
Ελάχιστες περιπτώσεις στην ιστορία της φωτογραφίας είχαν τόσο συνεκτικό έργο με διάρκεια, συγκρίσιμο με αυτό του Ντέιβιντσον. Συνήθως οι φωτογράφοι παράγουν το σημαντικότερο έργο τους σε διάστημα λίγων ετών. Ο Ντέιβιντσον κινούταν κάθε δεκαετία πάντα στο ίδιο υψηλό επίπεδο. «Τι άλλο μπορούσα να κάνω;» αναρωτιέται. «Το πάθος για τη διαδικασία της φωτογραφίας είναι ακόμα ζωντανό. Το δεκάχρονο αγόρι που είδε για πρώτη φορά εικόνες να βγαίνουν από τη χημεία είναι ακόμη εκεί. Ακόμη ενθουσιάζομαι με ένα τύπωμα που βγαίνει από το διάλυμα». Εν τούτοις, ο Ντέιβιντσον δεν γνωρίζει ότι ο κόσμος ανταποκρίνεται όλα αυτά τα χρόνια στο πάθος του. «Οι φωτογραφίες μου είναι ένα δώρο, δεν ξέρω αν το ανοίγουν, αν το αποδέχονται, αν το βάζουν στον τοίχο ή το απορρίπτουν. Οι φωτογραφίες που τραβάω δεν είναι τόσο κομμάτι του εαυτού μου όσο της ιστορίας και της τέχνης».
Παρά την τιμητική ρετροσπέκτιβα που γίνεται προς τιμήν του, ο φωτογράφος αρνείται να καταθέσει τα όπλα. «Η μητέρα μου είναι 98 ετών και κρατιέται μια χαρά» επισημαίνει. Ολοκληρώνοντας τη συνομιλία στο διαμέρισμά του, διασχίζουμε έναν μακρόστενο διάδρομο, όπου δεσπόζει μια σειρά ραφιών με βιβλία που περιέχουν τα τυπώματα των κοντάκτ, αρχειοθετημένα με χρονολογική σειρά, αρχίζοντας από το 1954, υλικό ικανό να κοσμήσει ένα μικρό μουσείο. «Έχω αφήσει χώρο για περίπου 10 ως 20 χρόνια». Όταν του κάνω μια τελευταία ερώτηση, τι έμαθε για τον εαυτό του φωτογραφίζοντας, στέκεται σκεπτικός για κάποια λεπτά. «Περισσότερα πράγματα έμαθα για τον εαυτό μου κάνοντας τα παιδιά μου, παρά κάνοντας φωτογραφίες».
1 σχόλιο:
Το είχα χάσει το τεύχος με την συνέντευξη τού Davidson. Σ'ευχαριστώ πολύ!
Δημοσίευση σχολίου